- μεγαλοπρεπέστατος
- μεγαλοπρεπήςbefitting a great manmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπέρλαμπρος — η, ο / ὑπέρλαμπρος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ λαμπρός, λαμπρότατος («ὑπερλάμπροις ἀκτῑσιν», Αριστοφ.) αρχ. 1. πολύ μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπέστατος 2. (κυρίως ως τιμητικός τίτλος) πολύ διακεκριμένος («ὑπέρλαμπρος καὶ ἐξοχώτατος», επιγρ.) 3. (για ήχο) πολύ … Dictionary of Greek
ՄԵԾԱՎԱՅԵԼՉԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 2 0240 Chronological Sequence: 5c ա. μεγαλοπρεπέστερος, μεγαλοπρεπέστατος magnificentior, ius, magnificentissimus. որ եւ ՄԵԾՎԱՅԵԼՉԱԳՈՅՆ. Առաւել կամ յոյժ մեծավայելուչ. *Ոչինչ ոչ երբէք որ քան զնա իմասցի պայծառագոյն եւ կամ մեծավայելչագոյն:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)